ομάγυρις

ομάγυρις
ὁμάγυρις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ., δωρ. τ.) βλ. ομήγυρις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”